- στυππειοπώλης
- ὁ, Απωλητής στυππείων.[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον «στουπί» + -πώλης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στυππειοπώλης — στῡππειοπώλης , στυππειοπώλης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύππαξ — Χαλκοπλάστης από την Κύπρο, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Εργάστηκε στην Αθήνα και αναφέρεται συχνά για το άγαλμά του «Σπλαγχνόπτης», που εικόνιζε ένα παιδί να ψήνει σπλάχνα ζώου και να φυσά τη φωτιά του βωμού. Το άγαλμα αυτό είχε στηθεί στην… … Dictionary of Greek
ονοστύππαξ — ὀνοστύππαξ, ακος, ὁ (Α) (με επιτιμητική σημ.) 1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής… … Dictionary of Greek
στυππειοπῶλαι — στῡππειοπῶλαι , στυππειοπώλης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυππειοπώλην — στῡππειοπώλην , στυππειοπώλης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)